νανάκια

νανάκια
τα υποκορ. τού νάνι ή τού νανά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νάνι — νάνι, το και νανάκια, τα λ. άκλ. της βρεφικής γλώσσας 1. ο ύπνος, η κατάκλιση: Το παιδί θα κάνει νάνι. 2. λέξη με την οποία αρχίζουν πολλά νανουρίσματα: Νάνι, νάνι το μωρό μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”